- ὑποδέρω
- ὑποδέρω,A strip off the skin a little or below, Gal.2.700, 18(2).103, Orib.46.15.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποδέρω — Α αφαιρώ το δέρμα λίγο ή προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δέρω «γδέρνω»] … Dictionary of Greek
δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… … Dictionary of Greek
υποδορά — ἡ, Α [ὑποδέρω] σταδιακή αφαίρεση δέρματος, βαθμιαία εκδορά … Dictionary of Greek